Εφαρμογή του

logiciel στα ελληνικά
logiciel
λέγεται
λοζισιέλ
.
logiciel
σημαίνει στα ελληνικά
λογισμικό
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- logiciel : λογισμικό / λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών
- logiciel : λογισμικό
- logiciel : software / λογισμικό
- maliciel / antiprogramme : κακόβουλο λογισμικό
- brouteur / butineur : λογισμικό διαφυλλιστή
- TOOL-USE / Un environnement de support avancé pour le développement et l'évolution de logiciel guidé par des méthodes : περιβάλλον προχωρημένης υποστήριξης για ανάπτυξη και εξέλιξη πακέτων λογισμικού οδηγημένη από μέθοδο
- espiogiciel / mouchard : κατασκοπευτικό λογισμικό
- progiciel / programme logiciel : πακέτο λογισμικού
- PEACOCK / Développement de logiciel utilisant des modules exécutables en parallèle : ανάπτυξη λογισμικού με τη χρησιμοποίηση ενοτήτων σύνδρομης εκτέλεσης
- REQUEST / fiabilité et qualité du logiciel européen : request / αξιοπιστία και ποιότητα του ευρωπαϊκού λογισμικού
Subscribe
0 Comments