Εφαρμογή του

longévité στα ελληνικά
longévité
λέγεται
λονζεβιτέ
.
longévité
σημαίνει στα ελληνικά
μακροζωία / μακροβιότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- longévité : διάρκεια ζωής
- endurance / longevité à la fatigue : διάρκεια ζωής μέχρι την κόπωση
- durée utile / durée du coeur : διάρκεια ζωής του πυρήνα αντιδραστήρα
- risque de longévité : κίνδυνος μακροζωίας
- risque de longévité en santé : κίνδυνος μακροβιότητας στις ασφαλίσεις υγείας / κίνδυνος μακροβιότητας σε συμβάσεις ασφάλισης ασθενείας
- exposition indirecte à la longévité : έμμεση έκθεση μακροβιότητας
- méthode de prédiction de la longévité : διαδικασία πρόβλεψης της διάρκειας ζωής
Subscribe
0 Comments