Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

loquet στα ελληνικά
loquet
λέγεται
λοκέ
.
loquet
σημαίνει στα ελληνικά
λουκέτο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- loquet : μάνταλο με στρόφιγγα
- loquet frein : ελασματίδιο ασφάλισης
Subscribe
0 Comments


