Εφαρμογή του

lot στα ελληνικά
lot
λέγεται
λο
.
lot
σημαίνει στα ελληνικά
σωρός / κλήρος / λαχνός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- lot : παρτίδα
- lot / parcelle : αγροτεμάχιο
- lot : δειγματοληπτούμενο τμήμα
- lot / quotité : μονάδα διαπραγμάτευσης / ελάχιστη μονάδα διαπραγμάτευσης κινητών αξιών στο χρηματιστήριο
- lot : δεσμίδα
- lot / groupe de wagons : ομάδα φορτηγών στην αμαξοστοιχία
Subscribe
0 Comments