Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

louer στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
louer
λέγεται
λουέ
.
louer
σημαίνει στα ελληνικά
νοικιάζω / υμνώ / Dieu soit Ioué δόξα τω Θεώ / à Iouer ενοικιάζεται
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • wagon loué : όχημα νοικιασμένο
  • ligne louée / circuit loue : μισθωμένη γραμμή / μισθωμένη σύνδεση
  • bien loué / chose louée : μίσθιο
  • terrain loué / emplacement loué : ενοικιασθείσα έκταση
  • circuit loué / circuit à quatre fils : μισθωμένο κύκλωμα μη μεταγωγής
  • véhicule loué : μισθωμένο όχημα
  • logement locatif / logements à louer : μισθωτήρια στέγαση
  • hébergement non loué : μη ενοικιαζόμενο κατάλυμα
  • ligne louée synchrone : σύγχρονη μισθωμένη γραμμή
  • trafic par ligne louée : κίνηση μισθωμένης γραμμής

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments