Εφαρμογή του

loyauté στα ελληνικά
loyauté
λέγεται
λουαγιοτέ
.
loyauté
σημαίνει στα ελληνικά
εντιμότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- devoir de loyauté (Preferred) / devoir fiducial : καθήκον καταπιστευματοδόχου
- commerce loyal / loyauté du commerce : ανόθευτο εμπόριο / νομιμότητα των συναλλαγών
- devoir de loyauté : καθήκον πίστεως
- contrat de loyauté : σύμβαση πίστης
- loyauté à toute épreuve : αναμφίβολα έμπιστος
- loyauté des transactions : τιμιότητα των συναλλαγών
- la loyauté dans la concurrence : η ευθύτης στον ανταγωνισμό
- en toute loyauté,discrétion et conscience : με πίστη,εχεμύθεια και ευσυνειδησία
- exercer les fonctions en toute loyauté,discrétion et conscience : ασκώ τα καθήκοντα με πίστη,εχεμύθεια και ευσυνειδησία
Subscribe
0 Comments