Εφαρμογή του

loyer στα ελληνικά
loyer
λέγεται
λουαγέ
.
loyer
σημαίνει στα ελληνικά
νοίκι / ενοίκιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- loyer / prix de location : ενοίκιο / κόστος ενοικίασης
- loyer / loyer résidentiel : ενοίκιο κατοικίας
- OPHLM / Office public des HLM : δημόσια υπηρεσία για κοινωνικές κατοικίες
- loyers : γαιοπρόσοδος
- HLM / habitation à loyer modéré : στέγαση χαμηλού κόστους
- loyer social : κοινωνικό ενοίκιο / επιδότηση ενοικίου
- loyer légal : νόμιμο μίσθωμα
- taux d'intérêt : επιτόκιο
- loyer cadastral : τεκμαρτό ενοίκιο βάσει αντικειμενικής αξίας
- taux de l'argent / loyer de l'argent : βραχυπρόθεσμα επιτόκια
Subscribe
0 Comments