Εφαρμογή του

mâcher στα ελληνικά
mâcher
λέγεται
μασέ
.
mâcher
σημαίνει στα ελληνικά
μασάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chique / chewing-gum : τσίχλα / κόμμι μασήματος
- mâche / doucette : σμύριο / σμύρνιο
- mâche / doucette : λυκοτρίβολο
- mâche / doucette : λυκοτρίβολο / ναρδίδιον το κηπαίον
- mâche : λυκοτρίβολο
- tabac à mâcher : καπνός μάσησης / καπνός για μάσημα
- mâche d'Italie : βαλεριανέλλα η εριόκαρπος
- gomme à mâcher : τσίχλα
- chaussure à mâcher : παπούτσι για μάσηση
- gomme à mâcher sucrée : τσίχλα / ζαχαρωμένη γόμα για μάσημα
Subscribe
0 Comments