Εφαρμογή του

magistral στα ελληνικά
magistral
λέγεται
μαζιστράλ
.
magistral
σημαίνει στα ελληνικά
δεξιοτεχνικός / διδακτικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cours magistral / cours théorique : θεωρητικά μαθήματα
- préparation magistrale (Preferred) / médicament magistral : γαληνικό σκεύασμα εκτός φαρμακοποιίας
- communication magistrale : ομιλία προσκεκλημένου ομιλητή
Subscribe
0 Comments