Εφαρμογή του

maître στα ελληνικά
maître
λέγεται
μετρ
.
maître
σημαίνει στα ελληνικά
δικηγόρος / συνήγορος / δάσκαλος / μάστορας / κύριος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- maître : αρχιτεχνίτης
- maître : κύρια οντότητα
- maître / moniteur : MCU / επιτελής επεξεργαστής
- MO / maître : κύριος του έργου
- IAUPL / Association internationale des professeurs et maîtres de conférences des universités : IAUPL / Διεθνής Ενωση Καθηγητών και Λεκτόρων Πανεπιστημίου
- steward / maître d'hôtel : θαλαμηπόλος
- hôtel / maison de ville : μέγαρο / αρχοντικό
- bosco / maître d'équipage : ναύκληρος / λοστρόμος(κν.)
- opticien / maître opticien : ειδικός οπτικός
- affûteur / maître affûteur : ακονιστής(τεχνίτης που ακονίζει)
Subscribe
0 Comments