Εφαρμογή του

maîtriser στα ελληνικά
maîtriser
λέγεται
μετριζέ
.
maîtriser
σημαίνει στα ελληνικά
θέτω υπό έλεγχο / κάνω καλά / se maîtriser αυτοκυριαρχούμαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- littérisme (Preferred) / aptitude à lire et à écrire : γραμματισμός / εγγραματοσύνη
- THERMIE / promotion de technologies énergétiques pour l'Europe : THERMIE / προώθηση των ενεργειακών τεχνολογιών για την Ευρώπη
- THERMIE / Technologies européennes pour la maîtrise de l'énergie : THERMIE / Προώθηση των ενεργειακών τεχνολογιών για την Ευρώπη
- Maîtrise : πτυχίο
- appropriation / maîtrise de son destin : ανάληψη ευθύνης / αρχή της αυτοδιάθεσης
- HACCP / système HACCP : ανάλυση κινδύνο και κρίσιμα σημεία ελέγχου / HACCP
- AM / contremaître : αρχιεργάτης / προϊστάμενος
- ADEME / Agence de l'Environnement et de la Maîtrise de l'Énergie : Οργανισμός Διαχείρισης Eνέργειας και Περιβάλλοντος
- brûlage libre / feu non maîtrisé : μη ελεγχόμενη πυρκαϊά
- Ademe / Agence de l'environnement et de la maîtrise de l'énergie : Υπηρεσία Περιβάλλοντος και Εξοικονόμησης Ενέργειας
Subscribe
0 Comments