Εφαρμογή του

majeur στα ελληνικά
majeur
λέγεται
μαζέρ
.
majeur
σημαίνει στα ελληνικά
ενήλικος / μεγαλύτερος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- majeur / défaut principal : κύριο ελάττωμα
- galanga / galanga d'Inde : αλπίνια η γαλάγκη
- bananier / figuier d'Adam : μπανανιά παραδείσια
- CMH / complexe majeur d'histocompatibilité : MHC / μείζον σύμπλεγμα ιστοσυμβατότητας
- FEM / MEF : Φόρουμ των μεγάλων οικονομιών για την ενέργεια και το κλίμα
- MARS / système de notification des accidents majeurs : MARS / σύστημα αναφοράς μειζόνων ατυχημάτων
- MARS / système d'informations sur les accidents majeurs : MARS / σύστημα πληροφοριών σχετικά με τα σοβαρά ατυχήματα
- CMH / complexe majeur d'histocompatibilité : μείζον σύμπλεγμα ιστοσυμβατότητας
- oligogène / gène majeur : ολιγογονίδιο
- lit majeur / lit d'inondation : μείζων κοίτη
Subscribe
0 Comments