Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

majoration στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
majoration
λέγεται
μαζορασιόν
.
majoration
σημαίνει στα ελληνικά
ανατίμηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • majoration / souscription gonflée : αγορά χρεογράφων για άμεση μεταπώληση
  • surprix / majoration : συμπλήρωμα τιμής
  • majoration : προσαύξηση
  • majoration : αύξηση
  • surprime / majoration de prime : συμπληρωματική πριμοδότηση
  • majoration d'âge : αύξηση της ηλικίας
  • prime d'inconfort / prime d'incommodité : επίδομα δυσχερούς εργασίας
  • facteur de flambage / coefficient de majoration des charges au flambage : συντελεστής λυγισμού
  • majoration de bonus : τιμαριθμικά αναπροσαρμοζόμενο ποσό υπεραπόδοσης
  • majoration de tarif : αύξηση τιμολογίου

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments