Εφαρμογή του

majoration στα ελληνικά
majoration
λέγεται
μαζορασιόν
.
majoration
σημαίνει στα ελληνικά
ανατίμηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- majoration / souscription gonflée : αγορά χρεογράφων για άμεση μεταπώληση
- surprix / majoration : συμπλήρωμα τιμής
- majoration : προσαύξηση
- majoration : αύξηση
- surprime / majoration de prime : συμπληρωματική πριμοδότηση
- majoration d'âge : αύξηση της ηλικίας
- prime d'inconfort / prime d'incommodité : επίδομα δυσχερούς εργασίας
- facteur de flambage / coefficient de majoration des charges au flambage : συντελεστής λυγισμού
- majoration de bonus : τιμαριθμικά αναπροσαρμοζόμενο ποσό υπεραπόδοσης
- majoration de tarif : αύξηση τιμολογίου
Subscribe
0 Comments