Εφαρμογή του

malaxer στα ελληνικά
malaxer
λέγεται
μαλαξέ
.
malaxer
σημαίνει στα ελληνικά
μαλάσσω / πλάθω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- malaxer : αναμιγνύω
- beurre aqueux / beurre insuffisamment malaxé : υδαρές βούτυρο / βούτυρο ανεπαρκώς μαλαχθέν
- malaxer le beurre : ζυμώνω το βούτυρο / μαλάζω το βούτυρο
- caoutchouc malaxé : μαστιχοποιημένο ελαστικό
- béton malaxé en centrale : σκυρόδεμα κεντρικής μείξης
- caoutchouc malaxé à mort : ελαστικό που έχει μαστιχοποιηθεί μέχρις απωλείας των ελαστικών του ιδιοτήτων
- zone malaxée et compactée par le pied de mouton : μαλάκυνση και συμπύκνωση με χρήση κυλίνδρου συμπιέσεως μετ'ακτινωτών προεξοχών
Subscribe
0 Comments