Εφαρμογή του

malformation στα ελληνικά
malformation
λέγεται
μαλφορμασιόν
.
malformation
σημαίνει στα ελληνικά
δυσμορφία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- malformation : διαμαρτία διάπλασης (Preferred) / διαμαρτία
- malformation congénitale / anomalie congénitale : συγγενής διαμαρτία / συγγενής ανωμαλία
- MTN / malformation du tube neural : έλλειμμα του νευρικού σωλήνα
- R47 / peut causer des malformations congénitales : Ρ47 / μπορεί να προκαλέσει εκ γενετής παραμορφώσεις
- malformation associée : συνοδός διαμαρτία
- malformation vésicale : δισπλασία ουροδόχου κύστης
- malformation du pénis : πλημμελής διάπλασις του πέους
- anomalie chromosomique / lésions chromosomiques : χρωματοσωμική βλάβη / χρωματοσωματική ανωμαλία
- malformation cérébrale : συγγενής διαμαρτία διάπλασης του εγκεφάλου
- malformation bronchique : συγγενής διαταραχή της διάπλασης του βρογχικού συστήματος
Subscribe
0 Comments