Εφαρμογή του

manuel στα ελληνικά
manuel
λέγεται
μανυέλ
.
manuel
σημαίνει στα ελληνικά
χειρωνακτικός / εργάτης / εγχειρίδιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- manuel : εγχειρίδιο
- manuel : διδακτικό βιβλίο
- manuel / travailleur manuel : χειρώναξ
- manuel / pupitre manuel : χειροκίνητο χειριστήριο μόνο
- manuel : τηλεφωνητριακές θέσεις
- EPHOS / Manuel européen d'achat de systèmes ouverts : EPHOS / Ευρωπαϊκό Εγχειρίδιο Προμηθειών για Ανοικτά Συστήματα
- bible / package deal : εγχειρίδιο οδηγιών
- ouvrier / col bleu : εργάτης / χειρώνακτας
- employé / col blanc : μη χειρώνακτας / υπάλληλος γραφείου
Subscribe
0 Comments