Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

marcher στα ελληνικά
marcher
λέγεται
μαρσέ
.
marcher
σημαίνει στα ελληνικά
περπατάω / βαδίζω / δουλεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- SG.E.4 / Administration générale et marchés publics : Γενική διοίκηση και σύναψη δημοσίων συμβάσεων / SG.E.4
- KAROLUS / Karolus : KAROLUS / Karolus
- starter / appareil de mise en marche : εκκινητής / διάταξη εκκινήσεως
- journal / mouchard : ημερολόγιο
- retrait / retrait du marché : απόσυρση / απόσυρση από την αγορά
- trader / opérateur de marché : συναλλασσόμενος
- MERCOSUR / Marché commun du Sud : Κοινή Αγορά του Νότου / MERCOSUR
- SOLVIT / réseau de résolution des problèmes dans le marché intérieur : SOLVIT / Δίκτυο επίλυσης προβλημάτων στην εσωτερική αγορά
- sillon / sillon horaire : σιδηροδρομική διαδρομή / χρονοδιάδρομος αμαξοστοιχίας
- PIMERB / plan d'interconnexion des marchés énergétiques de la région de la Baltique : BEMIP / σχέδιο διασύνδεσης των αγορών ενέργειας της περιοχής της Βαλτικής
Subscribe
0 Comments


