Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

marécage στα ελληνικά
marécage
λέγεται
μαρεκάζ
.
marécage
σημαίνει στα ελληνικά
βάλτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- marécage / zone aquatique : υγρότοπος
- marécage : έλος
- marécages : βαλτότοπος / ελώδες έδαφος
- oiseau des marais / oiseau de marécage : πτηνό ελόβιο
- assèchement de marécages / assainissement de marécages : αποξήρανση ελών / αποξήρανση βάλτου
Subscribe
0 Comments


