Εφαρμογή του

marié στα ελληνικά
marié
λέγεται
μαριέ
.
marié
σημαίνει στα ελληνικά
παντρεμένος / jeunes mariés νιόπαντροι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- marié / mariée : παντρεμένη / παντρεμένος
- H / pot : χόρτο
- herbe / marijuana : μαριχουάνα
- maladie de Charcot-Marie-Tooth (Preferred) / CMT : περονιαία μυϊκή ατροφία / σύνδρομο Charcot-Marie-Tooth
- porteur / marie salope : σκάφος μεταφοράς απορριμμάτων
- bain-marie : υδατόλουτρο
- mégalacrie / acromégalie : ακρομεγαλία
- bain-marie : ατμόλουτρο
- marie-salope / gabare à vase : φορτηγίδα μεταφοράς άμμου / φορτηγίδα μεταφοράς ιλύος
- homme marié : έγγαμος / παντρεμένος
Subscribe
0 Comments