Εφαρμογή του

masculin στα ελληνικά
masculin
λέγεται
μασκυλέν
.
masculin
σημαίνει στα ελληνικά
αρσενικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mâle / masculin : αρσενικός
- condom / préservatif : καπότα / προφυλακτικό
- femme masculine : αρρενωπή γυναίκα
- emploi masculin : ανδρική απασχόληση
- bassin masculin / bassin de l'homme : ανδρική πύελος
- travail masculin : ανδρική εργασία
- stérilité feminine / stérilité masculine : ανδρική στείρωση / ανικανότητα αναπαραγωγής
- circoncision masculine : ανδρική περιτομή
- nuptialité masculine : γαμηλιότητα αρρένων
- génération masculine : γενεά αρρένων / πατρική γενεά
Subscribe
0 Comments