Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

masser στα ελληνικά
masser
λέγεται
μασέ
.
masser
σημαίνει στα ελληνικά
κάνω μασάζ / τρίβω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- ICP/MS : ICP/MS
- ICP-MS / spectrométrie de masse à plasma à couplage inductif : ICP-MS / φασµατοµετρία µάζας επαγωγικώς συζευγµένου πλάσµατος
- corps / masse : υλικó βάσης
- masses : μάζες
- masse : μάζα
- masse : πλαίσιο
- syndic / syndic définitif : σύνδικος της πτώχευσης / σύνδικος πτωχευτικού συμβιβασμού
- MS/MS : δίδυμη φασματομετρία μαζών (Preferred) / δίδυμη φασματομετρία μάζας
- GC/MS : αεριοχρωματογραφία-φασματομετρία μάζας (GC-MS)
Subscribe
0 Comments


