Εφαρμογή του

mât στα ελληνικά
mât
λέγεται
μα
.
mât
σημαίνει στα ελληνικά
κατάρτι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tour (Preferred) / mât : πύργος / πύργος στήριξης
- mât / mât de signalisation : πύλωνας σηματοδότησης
- mat : ματ / θαμπός
- mât : ιστός / κατάρτι(κν.)
- mat / dearge : διαβάθρα
- mat / poteau : ιστός αναρτήσεως / πύργος αναρτήσεως
- mat : θαμπό
- MAT / microangiopathie thrombotique : θρομβωτική μικροαγγειοπάθεια
- MAP / mine AP : νάρκη κατά προσωπικού / χερσαία νάρκη κατά προσωπικού
Subscribe
0 Comments