Εφαρμογή του

mater στα ελληνικά
mater
λέγεται
ματέ
.
mater
σημαίνει στα ελληνικά
δαμάζω / κάνω καλά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mater : καλαφατίζω / στεγανοποιώ οπές
- maté : ματέ
- maté / thé du Paraguay : ματέ / τσάι των Ιησουϊτών
- or mat / dorure mate : Xρυσός μάτ
- Matera : Ματέρα
- joint maté / rivure maté : καλαφατισμένη ραφή
- taille mate / taille non polie : αγυάλιστη κοπή
- sel à mater / sel de matage : άλας που προκαλεί θάμπωμα στο γυαλί
- glaçure mate : Eφυάλωση ματ
- surface mate : Eπιφανειακό θόλωμα
Subscribe
0 Comments