Εφαρμογή του

maternelle στα ελληνικά
maternelle
λέγεται
ματερνέλ
.
maternelle
σημαίνει στα ελληνικά
νηπιαγωγείο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- langue I / langue première : πρώτη γλώσσα / μητρική γλώσσα
- lait maternel : μητρικό γάλα
- lait maternel : πύαρ / πρωτόγαλα
- cycle maternel : νηπιαγωγείο
- lignée femelle / lignée maternelle : γραμμή μητρική
- école enfantine / école maternelle : νηπιαγωγείο
- décès maternel : μητρικός θάνατος
- soins maternels : μητρική φροντίδα
- santé maternelle : μητρική υγεία
- PMI / protection maternelle et infantile : περίθαλψη μητέρας και παιδιού / προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας
Subscribe
0 Comments