Εφαρμογή του

matin στα ελληνικά
matin
λέγεται
ματέν
.
matin
σημαίνει στα ελληνικά
πρωί
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- matin : π.μ. / προ μεσημβρίας
- Vénus : Αφροδίτη
- mâtin : αρσενικό
- chaque matin / tous les matins : κάθε πρωί
- lait du matin / traite du matin : πρωϊνό γάλα / πρωινή άμελξη
- mort du lundi matin : θάνατος της Δευτέρας
- euphorbe réveil-matin : μεγάλη γαλατσίδα / ευφορβία το ηλιοσκόπιο
Subscribe
0 Comments