Εφαρμογή του

mature στα ελληνικά
mature
λέγεται
ματύρ
.
mature
σημαίνει στα ελληνικά
ώριμος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- géniteur / géniteurs : γεννήτορας / ψάρι γεννήτορας φυσικής αναπαραγωγής
- ponton-mâture : ποντούνι / πλωτή σχεδία
- enfant post-mature : υπερώριμο νεογνό
- ARN messager mature / ARN messager définitif : αγγελιοφόρο ώριμο RNA / αγγελιοφόρος RNA οριστικός
- immersion au ponton-mâture : πόντιση από ποντούνι / πόντιση από πλωτή σχεδία
- adulte mature qui ne se reproduit pas : ψάρια που δεν αναπαράγονται
Subscribe
0 Comments