Εφαρμογή του

mauvais στα ελληνικά
mauvais
λέγεται
μοβέ
.
mauvais
σημαίνει στα ελληνικά
κακός / άσχημος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- flip / tripout : φλιπάρισμα
- malfaçon / mauvaise exécution : εσφαλμένη τήρηση του νόμου
- halitose / mauvaise haleine : δύσοσμη απόπνοια
- mal recuit / mauvais recuit : κακή ανόπτηση
- LDL / "mauvais cholestérol" : λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας
- mauvais fond : επικίνδυνος βυθός
- mauvais poli / gris de poli(glace) : κακή λείανση
- mauvaise foi : κακή πίστη
- mauvais-plan : επίπεδον δύσχιστον
Subscribe
0 Comments