Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

mécanique στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
mécanique
λέγεται
μεκανίκ
.
mécanique
σημαίνει στα ελληνικά
μηχανική
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • mécanique : εξάσκηση στον εξοπλισμό
  • mécanique : δομική μηχανική / μηχανική των δομών
  • GROUPISOL / Groupement des producteurs européens de céramiques techniques pour applications électroniques, électriques, mécaniques et autres : ένωση ευρωπαίων κατασκευαστών τεχνικών κεραμικών για ηλεκτρονικές, ηλεκτρικές, μηχανικές και άλλες εφαρμογές
  • escalator / escalier mobile : κυλιόμενη σκάλα
  • estampage / matriçage : σφυρηλασία με αποτύπωση με μήτρα
  • épiéteuse / coupeuse mécanique à chaînes : μηχανή αλυσιδωτής κοπής
  • montoir / mannequin : κελλί οχείας / εσχάρα οχείας
  • sans bois / exempt de pâte mécanique : χωρίς μηχανικό πολτό
  • vibration / vibration mécanique : δόνηση / κραδασμός
  • balayeuse / balayeuse mécanique : σκούπα

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments