Εφαρμογή του

mécanique στα ελληνικά
mécanique
λέγεται
μεκανίκ
.
mécanique
σημαίνει στα ελληνικά
μηχανική
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mécanique : εξάσκηση στον εξοπλισμό
- mécanique : δομική μηχανική / μηχανική των δομών
- GROUPISOL / Groupement des producteurs européens de céramiques techniques pour applications électroniques, électriques, mécaniques et autres : ένωση ευρωπαίων κατασκευαστών τεχνικών κεραμικών για ηλεκτρονικές, ηλεκτρικές, μηχανικές και άλλες εφαρμογές
- escalator / escalier mobile : κυλιόμενη σκάλα
- estampage / matriçage : σφυρηλασία με αποτύπωση με μήτρα
- épiéteuse / coupeuse mécanique à chaînes : μηχανή αλυσιδωτής κοπής
- montoir / mannequin : κελλί οχείας / εσχάρα οχείας
- sans bois / exempt de pâte mécanique : χωρίς μηχανικό πολτό
- vibration / vibration mécanique : δόνηση / κραδασμός
- balayeuse / balayeuse mécanique : σκούπα
Subscribe
0 Comments