Εφαρμογή του

mêler στα ελληνικά
mêler
λέγεται
μελέ
.
mêler
σημαίνει στα ελληνικά
αναμειγνύω / ανακατεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- L2I / logique à transistors mêlés : ολοκληρωμένη λογική έγχυσης / συζευγμένη λογική ημιαγωγού
- raie mêlée / MUL : ράσα / βάτος
- blocs pêle-mêle : ογκόλιθοι τυχαία τοποθετημένοι
- balles disposées pêle-mêle : άτακτα διευθετημένα δέματα χόρτου
Subscribe
0 Comments