Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

mener στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
mener
λέγεται
μενέ
.
mener
σημαίνει στα ελληνικά
οδηγώ / πηγαίνω / περνώ / προηγούμαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • EULEX / EUJUST LEX : αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου / EULEX
  • pompe / rotor menant : φτερωτή αντλίας
  • Mena / mineur non accompagné : ασυνόδευτος ανήλικος / μη συνοδευόμενος ανήλικος αιτών άσυλο
  • SOG-IS / Comité consultatif pour les actions à mener dans le domaine de la sécurité des systèmes d'information : Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στον τομέα της ασφάλειας των συστημάτων πληροφοριών
  • turbine / rotor mené : στροφέας τουρμπίνας / στροφείο τουρμπίνας
  • roue menée / roue réceptrice : κινούμενος τροχός
  • roue menée : κινούμενος οδοντοτροχός / ετεροκινούμενος οδοντοτροχός
  • arbre mené / arbre conduit : δευτερεύων άξονας / άξονας που δέχεται τη μετάδοση κίνησης
  • arbre mené / arbre de sortie : άτρακτος εξόδου κιβωτίου ταχυτήτων
  • disque mené : κινούμενος δίσκος / ετεροκίνητος δίσκος

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments