Εφαρμογή του

mener στα ελληνικά
mener
λέγεται
μενέ
.
mener
σημαίνει στα ελληνικά
οδηγώ / πηγαίνω / περνώ / προηγούμαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- EULEX / EUJUST LEX : αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου / EULEX
- pompe / rotor menant : φτερωτή αντλίας
- Mena / mineur non accompagné : ασυνόδευτος ανήλικος / μη συνοδευόμενος ανήλικος αιτών άσυλο
- SOG-IS / Comité consultatif pour les actions à mener dans le domaine de la sécurité des systèmes d'information : Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στον τομέα της ασφάλειας των συστημάτων πληροφοριών
- turbine / rotor mené : στροφέας τουρμπίνας / στροφείο τουρμπίνας
- roue menée / roue réceptrice : κινούμενος τροχός
- roue menée : κινούμενος οδοντοτροχός / ετεροκινούμενος οδοντοτροχός
- arbre mené / arbre conduit : δευτερεύων άξονας / άξονας που δέχεται τη μετάδοση κίνησης
- arbre mené / arbre de sortie : άτρακτος εξόδου κιβωτίου ταχυτήτων
- disque mené : κινούμενος δίσκος / ετεροκίνητος δίσκος
Subscribe
0 Comments