Εφαρμογή του

meneur στα ελληνικά
meneur
λέγεται
μενέρ
.
meneur
σημαίνει στα ελληνικά
ηγητής / πρωταίτιος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- meneur : αρχηγός εξέγερσης
- animateur / meneur de jeu : παρουσιαστής
- roue meneuse / roue d'entraînement : κινητήριος τροχός
- meneur de grève : οργανωτής της απεργίας / εμπνευστής της απεργίας
- meneur de terres / rameneur de pierres : στιβαδόρος πέτρας
- faiseur d'opinions / meneur de l'opinion : διαμορφωτής κοινής γνώμης / πάραγοντας διαμόρφωσης της κοινής γνώμης
Subscribe
0 Comments