Εφαρμογή του

mensualité στα ελληνικά
mensualité
λέγεται
μανσυαλιτέ
.
mensualité
σημαίνει στα ελληνικά
μηνιαία δόση / μηνιάτικο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mensualité : μηνιαία δόση
- mensualité : μηνιαίος μισθός
- treizième mensualité / treizième mensualité du salaire : δέκατος τρίτος μηνιαίος μισθός
- indice de mensualités brutes : δείκτης εξυπηρέτησης συνολικού χρέους
Subscribe
0 Comments