Εφαρμογή του

mental στα ελληνικά
mental
λέγεται
μαντάλ
.
mental
σημαίνει στα ελληνικά
νοερός / διανοητικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- RMLX / retard mental lié au chromosome X : διανοητική καθυστέρηση συνδεόμενη με το χρωμόσωμα X
- âge mental : διανοητική ηλικία
- effet mental : νοητική επίδραση
- santé mentale : ψυχική υγεία
- orthophrénie / orthophrénopédie : ορθοφρένια / ορθοφρενοπαιδία
- minus habens / débile mental : άτομο με νοητική υστέρηση / άτομο με διανοητική αναπηρία
- déficience intellectuelle (Preferred) / arriération mentale : νοητική υστέρηση (Preferred) / ολιγοφρενία
- malade mental : ψυχασθενής / ψυχικά άρρωστο άτομο
- santé mentale : διανοητική υγεία
- malade mental / malade psychique : φρενοπαθής / διανοητικά ασθενής
Subscribe
0 Comments