Εφαρμογή του

mesure στα ελληνικά
mesure
λέγεται
μεζύρ
.
mesure
σημαίνει στα ελληνικά
μέτρο / être en mesure είμαι σε θέση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mesure : μέτρηση
- mesure / valeur numérique : μέτρο / αριθμητική τιμή
- mesure / mesure stratégique : μέτρο πολιτικής
- mesure : μέτρα/(γεωλογικά πετρώματα
- Comité scientifique des mesures vétérinaires en rapport avec la santé publique / CSMVSP : Επιστημονική Επιτροπή για τα Κτηνιατρικά Μέτρα σε σχέση με τη Δημόσια Υγεία
- mesure / dimension : πληθικός αριθμός
- mesure : μέτρα/(γεωλογικά) πετρώματα
- veille automatique / ROEM : SIGINT / πληροφορίες σημάτων
- CSQVSP / comité scientifique des mesures vétérinaires en rapport avec la santé publique : επιστημονική επιτροπή για τα κτηνιατρικά μέτρα σε σχέση με τη δημόσια υγεία
- SIFIM / services d'intermédiation financière indirectement mesurés : ΥΧΔΜΕ / υπηρεσίες χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης που μετρώνται έμμεσα
Subscribe
0 Comments