Εφαρμογή του

métal στα ελληνικά
métal
λέγεται
μετάλ
.
métal
σημαίνει στα ελληνικά
μέταλλο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- métal : μέταλλα
- métal : μέταλλο
- cuivre / MUL : χαλκός
- NiMH / Ni-MH : ΝιΜΗ / υδρίδιο νικελίου-μετάλλου
- LMFBR / surrégénérateur refroidi par métaux liquides : LMFBR / αναπαραγωγικός αντιδραστήρας ψυχόμενος με υγρό μέταλλο (υγρά μέταλλα)
- cermet / céramique métal : cermet / κερ-μετ
- régule / antifriction : αντιτριβικό μέταλλο
- régule / babbitt : αντιτριβικό μέταλλο
- jonc / fil d'apport : σύρμα συγκόλλησης
Subscribe
0 Comments