Εφαρμογή του

météo στα ελληνικά
météo
λέγεται
μετεό
.
météo
σημαίνει στα ελληνικά
καιρός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- temps / temps (météo : καιρός/καιρικές συνθήκες
- radar météo / radar de temps : ραντάρ καιρού / μετεωρολογικό ραντάρ
- radar météo au sol : επίγειο ραντάρ
- météorologie spatiale : διαστημική μετεωρολογία
- prévisions météo-incendie : Μετεωρολογικές προβλέψεις που αφορούν τις πυρκαϊές
- carte météo pilote en altitude : μετεωρολογικός χάρτης σε ύψος
- station forestière météo-incendie / station de météorologie forestière : Σταθμός δασικής μετεωρολογίας
- service d'assistance météo- rologique à l'aéronautique : υπηρεσία αεροναυτικής μετεωρολογίας
Subscribe
0 Comments