Εφαρμογή του

mineur στα ελληνικά
mineur
λέγεται
μινέρ
.
mineur
σημαίνει στα ελληνικά
ανθρακωρύχος / μικρός / ανήλικος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mineur / infantile : βρέφος/νήπιο
- mineur : ανήλικας
- galanga / petit galanga : Αλπίνια η φαρμακευτική
- MUMS / espèces mineures : MUMS
- Mena / mineur non accompagné : ασυνόδευτος ανήλικος / μη συνοδευόμενος ανήλικος αιτών άσυλο
- FNROM / Fonds national de retraite des ouvriers-mineurs : Εθνικό Ταμείο Συντάξεως Εργατών Ορυχείων
- enfant non accompagné / UM : ασυνόδευτος ανήλικος / ασυνόδευτο παιδί
- anthracose / pneumomelanose : πνευμονική ανθράκωση
- gène mineur : μικρό γονίδιο / δευτερεύον γονίδιο
- lit mineur : ελάσσων κοίτη
Subscribe
0 Comments