Εφαρμογή του

minimal στα ελληνικά
minimal
λέγεται
μινιμάλ
.
minimal
σημαίνει στα ελληνικά
ελάχιστος / μικρότατος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- minimum / minimum d'ozone : ελάχιστη συγκέντρωση όζοντος
- LOAEC / concentration minimale avec effet nocif observé : LOAEC / κατώτατη συγκέντρωση στην οποία παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
- LOAEL / dose minimale avec effet nocif observé : LOAEL / κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται δυσμενείς επιπτώσεις
- MDA/H : σχετικό ύψος / ελάχιστο αποφασιστικό
- LOEL / dose minimale avec effet observé : LOEL / κατώτατο επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται επιπτώσεις
- CMENO / concentration minimale avec effet nocif observé : LOAEL / επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται οι μικρότερες δυσμενείς επιπτώσεις
- CMEO / concentration minimale avec effet observé : LOEC / συγκέντρωση στην οποία παρατηρείται επίδραση
- LPMR / limite de performances minimale requise : MRPL / ελάχιστο απαιτούµενο όριο επίδοσης
- tick / échelon de cotation : βαθμίδα μεταβολής τιμών
- MDM / MDFR : γρήγορο FSK / μαντάλωμα με γρήγορη μετατόπιση συχνότητας
Subscribe
0 Comments