Εφαρμογή του

minimum στα ελληνικά
minimum
λέγεται
μινιμόμ
.
minimum
σημαίνει στα ελληνικά
μίνιμουμ / ελάχιστο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- minimum / minimum d'ozone : ελάχιστη συγκέντρωση όζοντος
- minimum / minimum d'activité solaire : ελάχιστη ηλιακή δραστηριότητα
- minimums : ελάχιστα
- T.R.M. / temps de récupération minimum : ελάχιστη περίοδος απόσβεσης επένδυσης
- MNPS / spécifications minimum de performance de navigation : Προδιαγραφές ελάχιστης επίδοσης ναυτιλίας / Ελάχιστες προδιαγραφές επιδόσεων ναυτιλίας
- DMEL / dose dérivée avec effet minimum : DMEL / παράγωγο επίπεδο με ελάχιστες επιπτώσεις
- SMIC / salaire minimum interprofessionnel de croissance : κατώτατο όριο μισθού
- tick / échelon de cotation : βαθμίδα μεταβολής τιμών
- DESM / durée de l'élément de signal minimum : διάρκεια ελάχιστου στοιχείου σήματος
- SMIG / salaire minimum interprofessionnel garanti : κατώτατος διεπαγγελματικός κατοχυρωμένος μισθός
Subscribe
0 Comments