Εφαρμογή του

minuter στα ελληνικά
minuter
λέγεται
μινυτέ
.
minuter
σημαίνει στα ελληνικά
χρονομετρώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- minuteur / compte-minutes : συσκευή μέτρησης πρώτων λεπτών
- minute : αρχικό σχέδιο
- avance / vitesse d'avance : προώθηση
- tpm / T : στροφές ανά λεπτό
- min / minute : λεπτό
- d p m / désintégrations par minute : d p m / διασπάσεις ανά λεπτό
- T-min / tr-mn : rpm / rev
- ppm / pages par minute : ppm / αριθμός σελίδων ανά λεπτό
- ppm / plis par minute : ppm / αριθμός ταχυδρομικών αντικειμένων ανά λεπτό
- autocuiseur / cocote minute : αυτοψηστήρας / κατσαρόλα ατμού
Subscribe
0 Comments