Εφαρμογή του

mobilisation στα ελληνικά
mobilisation
λέγεται
μομπιλιζασιόν
.
mobilisation
σημαίνει στα ελληνικά
επιστράτευση / κινητοποίηση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mobilisation : κινητοποίηση
- mobilisation / mobilisation d'une créance : κινητοποίηση / κινητοποίηση απαίτησης
- mobilisation : συγκέντρωση / κινητοποíηση
- refinancement / mobilisation de créances : αναχρηματοδότηση των χρεών / κινητοποίηση των απαιτήσεων
- mobilisation civile / réquisition de services personnels : πολιτική επιστράτευση / επίταξη προσωπικών υπηρεσιών
- mobilisation immédiate : ρευστοποιώ άμεσα
- troubles de la motilité / troubles de la mobilisation mandibulaire : κινητική βλάβη
- ressort de mobilisation : ελατήριο των μετωπιαίων οδόντων
Subscribe
0 Comments