Εφαρμογή του

moine στα ελληνικά
moine
λέγεται
μουάν
.
moine
σημαίνει στα ελληνικά
καλόγερος / μοναχός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- moine / nonne : ψύλλα η μοναχή / λυμάντρια η μοναχή
- moine : κακέκτυπο / μέρος όπου δεν έπιασε το μελάνι
- cochet / chopine : πικραλίδα
- moines / larrons : "λευκά"
- grue moine : γερανός ο μοναχός
- phoque moine : φώκια η μοναχός / μεσογειακή φώκια
- phoque moine / phoque moine à ventre blanc : φώκια
- phoque moine / phoque moine de Méditerranée : φώκια μοναχός
- vautour moine : μαυρόγυπας
Subscribe
0 Comments