Εφαρμογή του

moitié στα ελληνικά
moitié
λέγεται
μουατιέ
.
moitié
σημαίνει στα ελληνικά
μισό / ήμισυ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- demi / moitié : μισό / μισό σφάγιο
- période / demi-vie : μισό εισιτήριο / εισιτήριο με έκπτωση 50%
- à moitié usé : ημιφθαρμένος
- demi-intervalle / demi-intervalle de temps : Ημιχρονοθυρίδα
- épaisseur moitié : επίστρωση υποδιπλασιασμού
- moitié théorique : θεωρητικό μέσο / θεωρητικό μεσοσημείο
- neige à moitié fondue : χιονόνερο / λειωμένο χιόνι
- trémie à moitié pleine : μισο-γεμάτη χοάνη
- moitié bâbord du chenal : ήμισυ του διαύλου στην αριστερή πλευρά του πλοίου
Subscribe
0 Comments