Εφαρμογή του

monopole στα ελληνικά
monopole
λέγεται
μονοπόλ
.
monopole
σημαίνει στα ελληνικά
μονοπώλιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- monopole : μονοπώλιο
- monopole / antenne fouet : μαστιγιοειδής κεραία
- monopôle / source monopolaire : υπερκατευθυντική πηγή
- monopoles : μονοπώλια
- MMC / Commission des fusions et des monopoles : MMC / επιτροπή μονοπωλίων και συγχωνεύσεων
- monopole fiscal : δημοσιονομικό μονοπώλιο
- monopole postal : ταχυδρομικό μονοπώλιο
Subscribe
0 Comments