Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

moralité στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
moralité
λέγεται
μοραλιτέ
.
moralité
σημαίνει στα ελληνικά
δίδαγμα / ήθος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • aléa moral / risque moral : ηθικός κίνδυνος
  • moralité publique : δημόσια ηθική
  • attestation de bonne vie et moeurs / certificat de moralité : πιστοποιητικό καλής διαγωγής
  • moralité conventionnelle : συμβατική ηθική
  • moralité professionnelle : επαγγελματική διαγωγή
  • moralité pré-conventionnelle : προσυμβατική ηθική
  • moralité post-conventionnelle : μετασυμβατική ηθική
  • offrir les garanties de moralité : παρέχω εχέγγυα ήθους
  • offrir les garanties de moralité : έχω τα εχέγγυα ήθους

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments