Εφαρμογή του

mordre στα ελληνικά
mordre
λέγεται
μορντρ
.
mordre
σημαίνει στα ελληνικά
δαγκώνω / τσιμπάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tenir / mordre : κρατώ / πιάνω
- mordre : μαγκώνω / πιάνω καλά
- mordant : πρόστυμμα
- mordant : δηκτικός / διαβρωτικός
- mordant : στύμμα / στυπτήριο
- mordants : ενδιάμεσες ενώσεις ή προστύματα (mordants)
- mord-pierre / perce-pierre : στέρβα / φιδόψαρο
- pâte mordante : πάστα προσβολής
- meule mordante : δηκτική σμίλη
- mordant alcalin : αλκαλικό πρόστυμμα
Subscribe
0 Comments