Εφαρμογή του

motif στα ελληνικά
motif
λέγεται
μοτίφ
.
motif
σημαίνει στα ελληνικά
αίτιο / αφορμή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- motif : σκεπτικό
- motif : αιτιολογική σκέψη
- motif : παράσταση
- motifs : διακοσμητικά δαντέλας
- peigne / motif en peigne : πρότυπο χτένας
- masque / squelette : στερεότυπα στοιχεία
- mer / motif monomere : -μερές
- fondement juridique / base légale : νομική βάση
- motif d'ADN : θέση του μορίου του DNA
- juste motif : εύλογη αιτία
Subscribe
0 Comments