Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

motiver στα ελληνικά
motiver
λέγεται
μοτιβέ
.
motiver
σημαίνει στα ελληνικά
παρακινώ / έχω θέληση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- motiver : δημιουργία κινήτρων
- motiver : αιτιολογώ
- avis motivé : αιτιολογημένη γνώμη / αιτιολογημένη γνωμοδότηση
- avis motivé : αιτιολογημένη γνώμη
- avis motivé : ατιολογημένη γνωμοδότηση
- infraction inspirée par la haine / crime haineux : έγκλημα μίσους / έγκλημα λόγω προκαταλήψεων
- dûment motivé : δεόντως αιτιολογημένος
- rapport motivé : αιτιολογημένη έκθεση
- lettre motivée : επιστολή αιτιολόγησης
Subscribe
0 Comments


