Εφαρμογή του

moto στα ελληνικά
moto
λέγεται
μοτό
.
moto
σημαίνει στα ελληνικά
μηχανή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- TMA / train motos accompagnées : αμαξοστοιχία συνοδευόμενων διτρόχων
- moto'i / ilang-ilang : κανάγκα η εύοσμος
- schottel / hors-bord : εξωλέμβιος μηχανή
- motoneige / traîneau à moteur : σκούτερ χιονιού / μηχανή χιονοκίνησης
- moto-pompe : μηχανοκίνητη αντλία
- motoplaneur / moto-planeur : TMG / μηχανοκίνητο ανεμόπτερο περιήγησης
- moto-coupeur / chariot d'oxycoupage automoteur portatif : φορείο κοπής
- moto-aspirateur / aspirateur-ramasseur : αναρροφητήρας-συλλέκτης / αναρροφητήρας με κινητήρα
- moto-ventilateur / groupe ventilateur : μηχανοκινητήριος ανεμιστήρας
- moto-compresseur : μηχανικός αεροσυμπιεστής
Subscribe
0 Comments