Εφαρμογή του

mouiller στα ελληνικά
mouiller
λέγεται
μουγέ
.
mouiller
σημαίνει στα ελληνικά
βρέχω / νερώνω / φουντάρω / μπλέκω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- mouiller : ρίχνω
- mouiller : προσθέτω νερό εις το γάλα
- filer / mouiller : πετώ / ρίχνω
- ancrer / mouiller : αγκυροβολώ / φουντάρω(κν.)
- mouiller : βρέχω / υγραίνω
- mouillant : διαβρεκτικό
- mouillant : διαβρέκτης / ουσία διαβροχής
- mouillant / agent mouillant : ουσία ύγρανσης / διαβρεκτικό προϊόν
- moyère / mouille : υγρό τμήμα
- étalement / mouillabilité : διαβρεκτικότητα / αποτελεσματικότητα διαβρεκτικού
Subscribe
0 Comments